- νοήμων
- ον, αρσ. και νοήμονας (Α νοήμων, -ον) [νόημα]1. αυτός που έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται, να σκέπτεται2. ευφυής, έξυπνος3. συνετός, μυαλωμένοςνεοελλ.φρ. «το νοήμον κοινό»ειρων. το κοινό που, κατά βάθος, λίγα πράγματα καταλαβαίνειαρχ.1. ικανός, επιτήδειος, επιδέξιος2. υγιής στο πνεύμα («οἴνῳ προσκείμενον παραφρονέειν καὶ οὐκ εἶναι νοήμονα», Ηρόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.